- συντριηραρχος
- συντριήραρχοςσυν-τριήραρχοςὅ синтриерарх, участник снаряжения триеры Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συντριήραρχος — partner in the equipment of a trireme masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριήραρχος — ὁ, A ο συμμέτοχος στη δαπάνη εξοπλισμού τριήρους και παράλληλα συγκυβερνήτης της. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τριήραρχος «κυβερνήτης τριήρους»] … Dictionary of Greek
συντριηράρχου — συντριήραρχος partner in the equipment of a trireme masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριήραρχον — συντριήραρχος partner in the equipment of a trireme masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριηραρχώ — έω, Α [συντριήραρχος] είμαι συντριήραρχος* … Dictionary of Greek